παραλύει κανείς άλλος όταν καταλαβαίνει πόσα πολλά αριστουργήματα δεν θα τα διαβάζει στην αρχική τους γλώσσα;
Απελπίζεται όπως εγώ που έχω περάσει την τελευταία μισή ώρα προσπαθώντας να ανακαλύψω κριτικές για τις αγγλικές και τις ελληνικές μεταφράσεις του Βιβλίου της Ανησυχίας του Πεσόα σε μια προσπάθεια να μάθω αν κάτι από τον αρχικό ρυθμό και το γλωσσικό ήθος επιζεί;
Δεν ξέρω πως να το πω χωρίς να φανώ γελοίος, αλλά η αγωνία πως ποτέ δεν θα καταφέρω να ακούσω τον Πεσόα (τον Μπόρχες, τον Προυστ, τον Σελάν, τον Κορταζάρ, τον Ρεμπώ, τον Χάιντεγκερ), ότι δεν θα βρω ποτέ σίγουρα τη φωνή που κρύβεται πίσω από την δυνητικά πλανεμένη λέξη που επέλεξε ο ενδιάμεσος, η αγωνία αυτή λοιπόν δεν είναι είναι τίποτε άλλο από τον πυρετό μιας χαμένης ζωής, την απελπισία ενός ευρεθέντος θανάτου.
(Τρία λεπτά αφού πάτησα το κουμπί για τη δημοσίευση των πιο πάνω μου ‘ρθε μια εικόνα από το περασμένο καλοκαίρι. Μια βδομάδα σε σπίτι φίλου καλού στη Βαρκελώνη πλημμυρισμένο από βιβλία. Παντού. Ράφια σε όλο στο σπίτι, σε δωμάτια, σε σκάλες, στην είσοδο και στο σαλόνι, πάνω στο πιάνο και στην κουζίνα. Σχεδόν όλα στα ισπανικά και στα καταλανικά, δηλαδή σε άγνωστες για μένα γλώσσες. Παρά τα υπαρξιακά για τα οποία έγραψα, η εμπειρία αυτή ήταν χάδι. Ξυπνούσα συνήθως πρώτος και περιμένοντας τον φίλο μου να ξυπνήσει κοίταζα τος τίτλους όλων των βιβλίων. Πρσπαθούσα να μεταφέρω λέξεις που μου φαινόντουσαν κάπως γνωστές σε ανάλογες αγγλικές η ελληνικές. Tranquile και ούτω καθεξής. Τα κύρια ονόματα ήταν σωτήριες σημαδούρες. Διάβαζα μια αράδα ολόκληρη και εκεί που πήγαινα να το καταχωρήσω στα παντελώς ανερμήνευτα, να σου στο τέλος ένα Marx. Κατεύθυνση σχεδόν σίγουρη. Το τραβάς απ’ τη βιβλιοθήκη, βλέπεις εξώφυλλο βαρύ κι επιβλητικό, μονόχρωμο με κόκκινα γράμματα, εντάξει προσανατολίστηκες. Σίγουρα κονωνιολογία και όχι ανάλυση κωμωδίας. Και Kazantzakis που ενώ ποτέ μου δεν μου άρεσε, σχεδόν συγκινήθηκα που τον βρήκα εκεί, ξεχασμένο από τη δεκαετία του 70 μέσα στα βιβλία του πατέρα του φίλου μου, πρώην ιησουίτη ιερέα και καθηγητή κοινωνιολογίας. Ναι που λέτε. Σαν χάδι η ανάμνηση αυτή, όπως είπα και πιο πάνω.)